- διαμαρτίας
- διαμαρτίᾱς , διαμαρτίαtotal mistakefem acc plδιαμαρτίᾱς , διαμαρτίαtotal mistakefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυελομηνιγγοκήλη — η ιατρ. ανοιχτή μορφή δισχιδούς ράχεως, διαμαρτίας διάπλασης που χαρακτηρίζεται από τοπικά περιορισμένη ανωμαλία στην ανάπτυξη τής σπονδυλική στήλης, κατά την οποία ο σάκος τών μηνίγγων περιέχει και μια ποσότητα νευρικού ιστού και η διαμαρτία… … Dictionary of Greek
αιματόκολπος ή αιματοκολπία — Η πλήρωση του κόλπου με αίμα της περιόδου εξαιτίας ατρησίας του παρθενικού υμένα ή και του κόλπου. Η ατρησία του παρθενικού υμένα ή του κόλπου δεν είναι μονάχα αποτέλεσμα διαμαρτίας της διάπλασης αλλά μπορεί να οφείλεται στη συγκόλληση των… … Dictionary of Greek